ἰόντα

ἰόντα
εἶμι
ibo
pres part act masc acc sg
εἶμι
ibo
pres part act neut nom/voc/acc pl
εἰμί
sum
pres part act masc acc sg (doric)
εἰμί
sum
pres part act neut nom/voc/acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιόντα — Ηλεκτρικά φορτισμένα σωματίδια τα οποία αποτελούνται από ένα άτομο (π.χ. Η, Ag, Cl), μία ομάδα (π.χ. ΟΗ, SO4) ή ένα μόριο (π.χ. Ο2) που είτε έχασε ένα ή περισσότερα ηλεκτρόνια και έγινε έτσι θετικά φορτισμένο ι. (κατιόν) είτε προσέλαβε ένα ή… …   Dictionary of Greek

  • ἰόνθ' — ἰόντα , εἶμι ibo pres part act masc acc sg ἰόντα , εἶμι ibo pres part act neut nom/voc/acc pl ἰόντι , εἶμι ibo pres part act masc/neut dat sg ἰόντε , εἶμι ibo pres part act masc/neut nom/voc/acc dual ἰόντα , εἰμί sum pres part act masc acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόντ' — ἰόντα , εἶμι ibo pres part act masc acc sg ἰόντα , εἶμι ibo pres part act neut nom/voc/acc pl ἰόντι , εἶμι ibo pres part act masc/neut dat sg ἰόντε , εἶμι ibo pres part act masc/neut nom/voc/acc dual ἰόντα , εἰμί sum pres part act masc acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανιόντα — Ιόντα που έχουν αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο και κατά την ηλεκτρόλυση κινούνται προς την άνοδο, αντίθετα δηλαδή από τη συμβατική φορά του ρεύματος. Σε μία ηλεκτρική στήλη η εναπόθεση των α. κάνει την άνοδο αρνητική. Α. υπάρχουν επίσης στις… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… …   Dictionary of Greek

  • φασματογράφος — Με τον όρο αυτό είναι γνωστά δύο διαφορετικά όργανα: α) το φασματοσκόπιο, το εφοδιασμένο με συστήματα καταγραφής και ανάλυσης των φασμάτων, και β) ο φ. μάζας, που διαχωρίζει μεταξύ τους ιόντα ή μόρια που έχουν διαφορετική σχέση μεταξύ μάζας και… …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόλυση — I To φαινόμενο που προκαλεί, ως συνέπεια της διόδου ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα διάλυμα, μια μετατόπιση υλικού στις επιφάνειες ασυνέχειας του συστήματος. Το σύστημα στο οποίο αναφερόμαστε μπορεί να θεωρηθεί κατά προσέγγιση ότι διαιρείται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”